κοπριά

κοπριά
Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την προετοιμασία εδαφολογικών μειγμάτων, που ονομάζονται κοπροχώματα. Η κ. περιέχει άζωτο και όλα τα απαραίτητα συστατικά για τη θρέψη των φυτών. Το βασικό μέρος της στερεάς ουσίας του λιπάσματος βελτιώνει τη σύνθεση του εδάφους, την περιεκτικότητά του σε νερό και αέρα και τις φυσικοχημικές του ιδιότητες. Αυξάνει, επίσης, τη χωρητικότητα απορρόφησης και τον βαθμό κορεσμού των εδαφών σε αλκάλια. Το ασβέστιο και το μαγνήσιο, τα οποία περιέχονται στην κ. μειώνουν την οξύτητα του εδάφους, ενώ οι χρήσιμοι μικροοργανισμοί αυξάνουν τη βιολογική δραστηριότητά του. Η κ. είναι, εξάλλου, πηγή διοξειδίου του άνθρακα, που ενισχύει τη σύνθεση των οργανικών ουσιών στα φυτά. Η κ. διαιρείται, βασικά, σε δύο είδη: σε κ. με υπόστρωμα και κ. χωρίς υπόστρωμα (ημίρρευστη ή ρευστή). Η αποδοτικότητα της υποστρωματικής κ. εξαρτάται από τον βαθμό αποσύνθεσης. Η φρέσκια και μισοχωνεμένη κ. χρησιμεύει για τις αρκετά υγρές περιοχές, η χωνεμένη συνίσταται για τις ξηρές περιοχές και η υπερχωνεμένη κ. χρησιμοποιείται στα θερμοκήπια, στα οργανοχημικά λιπάσματα και στο σκέπασμα της ρίζας με σάπια φύλλα, άχυρο κλπ. Η ποιότητα της κ. εξαρτάται, επίσης, από τον τρόπο παρασκευής και φύλαξής της· όταν αποθηκεύεται σε συμπαγείς μπάλες, χάνει λιγότερο άζωτο απ’ ό,τι όταν αποθηκεύεται σε αραιές. Για τη σύντομη παρασκευή της κ. χρησιμοποιείται η σύνθετη μέθοδος (συγκερασμός των δύο τρόπων φύλαξης), οπότε η μισοχωνεμένη κ. είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί έπειτα από 1,5-2 μήνες και η χωνεμένη ύστερα από 4-5 μήνες, ενώ όταν αποθηκεύεται σε συμπαγείς μπάλες μπορεί να χρησιμοποιηθεί έπειτα από 3-4 και 7-8 μήνες, αντίστοιχα. Η υποστρωματική κ. σκορπίζεται με ειδικές μηχανές, πριν από το όργωμα, στις πιο χρήσιμες καλλιέργειες αμειψισποράς (εναλλαγής της καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος). Στα δημητριακά (σιτάρι, σίκαλη) σκορπίζονται 25 τόνοι για κάθε 10 στρέμματα, στην καλλιέργεια πατάτας και καλαμποκιού 20-40 τόνοι για κάθε 10 στρέμματα και στα λαχανικά, για την ίδια επιφάνεια, 35-50 τόνοι. Κάθε τόνος κ. αυξάνει τη σοδειά, σε όλες τις καλλιέργειες της αμειψισποράς, κατά 100-200 κιλά ανά 10 στρέμματα. Η κ. χωρίς υπόστρωμα (ημίρρευστη κ.) περιέχει 86-90% νερό και περίπου την ίδια ποσότητα θρεπτικών ουσιών με την κ. με υπόστρωμα. Το λίπασμα αυτό μεταφέρεται με ντενεκέδες ή βαρέλια στους αγρούς και ανακαμειγνύεται με τύρφη, άχυρο και χώμα. Η κ. του είδους χρησιμοποιείται στα μεγάλα αγροκτήματα και συγκροτήματα, όπου για τον καθορισμό των διαμερισμάτων χρησιμοποιείται το πλύσιμο με νερό. Η κ. χωρίς υπόστρωμα διατηρείται σε ειδικούς χώρους. Αφού κατασταλάξει το υγρό κλάσμα, αραιώνεται με νερό και με το διάλυμα αυτό ποτίζονται οι καλλιέργειες των ζωοτροφών, ενώ το στέρεο κλάσμα ανακατεύεται με το έδαφος. Η ρευστή κ. χρησιμεύει ως λίπασμα και χωρίς να διαχωριστεί σε κλάσματα. Σε πολλά μέρη, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, ένα μέρος από την υποστρωματική κ. στεγνώνει (υγρασία 15-25%) και χρησιμοποιείται ως κύριο λίπασμα στη διακοσμητική κηπουρική.
* * *
και κοπρά, η (ΑM κοπρία, Μ και κοπρέα)
1. περίττωμα ζώου
2. σωρός περιττωμάτων ζώων, κοπρώνας («καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως», ΠΔ)
2. ζωικό λίπασμα («Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῡτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κοπρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. βρομιά, ακαθαρσία
2. άχρηστος και περιττός άνθρωπος
3. μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις («η έρευνα έδειξε πως υπάρχει πολλή κοπριά»)
αρχ.
ζιζάνια και άλλα άχρηστα σώματα που έχουν αναμιχθεί με το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοπρία < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ία. Ο τ. κοπρέα < κόπρος (Ι) + κατάλ. -έα. Ο τ. κοπριά < κοπρία ή < κοπρέα με καταβιβασμό τού τόνου. Η συνίζηση τής κατάλ. σε ι-ιά, συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, εμποδίστηκε από το σύμφωνο -ρ- κατά προφύλαξιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπρία — κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc/acc dual κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc nom/voc/acc dual κοπρίας buffoons masc voc sg κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc voc sg (attic) κοπρίᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κοπριά — η η κόπρος των ζώων και μάλιστα η κατάλληλη για λίπανση του εδάφους: Το χωράφι αυτό θέλει κοπριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπρια — κόπριον dirt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοπρίας — κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem acc pl κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem gen sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc acc pl κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίαι — κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίαν — κοπρίᾱν , κοπρία dunghill fem acc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱν , κοπρίας buffoons masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπριῶν — κοπρία dunghill fem gen pl κοπρίας buffoons masc gen pl κοπρίζω dung fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”